Εισαγωγή
Πρόκειται για την πάθηση κατά την οποία εναποτίθενται κρύσταλλοι υδροξυαπατίτη
(ασβεστίου) στους τένοντες του στροφικού πετάλου του ώμου. Αυτό οδηγεί συχνά σε
πάχυνση των τενόντων με αποτέλεσμα την εκδήλωση συμπτωμάτων πολλές φορές
παρόμοιων με το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής. Συνήθως προσβάλλονται γυναίκες
μέσης ηλικίας. Τα ακριβή αίτια που προκαλούν την εναπόθεση των κρυστάλλων ασβεστίου
δεν είναι γνωστά.
Συμπτώματα
Χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο αιφνίδιος οξύς πόνος στον ώμο και στην περιοχή του
μπράτσου. Συχνά όμως υπάρχουν ασθενείς με χρόνιο πόνο στην περιοχή εξαιτίας μίας
φλεγμονώδους αντίδρασης στην επασβεστοποιημένη περιοχή. Συνήθως ο πόνος
χειροτερεύει κατά την κατάκλιση από την πάσχουσα πλευρά. Παρατηρείται ακόμα
ιδιαίτερη ευαισθησία κατά την ψηλάφηση και πίεση του ώμου. Σε οξείες περιπτώσεις οι
ασθενείς αδυνατούν από τον έντονο πόνο να σηκώσουν το χέρι πάνω από το ύψος του
ώμου κυρίως κατά την απαγωγή.
Διάγνωση
Η ακριβής διάγνωση της πάθησης γίνεται συνήθως μέσα από την κλινική εξέταση και τον
ακτινολογικό έλεγχο. Συνήθως η απλή ακτινογραφία ώμου είναι αρκετή για την ανάδειξη
του προβλήματος καθώς απεικονίζεται η εναπόθεση των κρυστάλλων ασβεστίου στους
τένοντες του στροφικού πετάλου του ώμου. Με τη βοήθεια άλλων απεικονιστικών
μεθόδων όπως της μαγνητικής τομογραφίας και του υπερηχογραφήματος μπορούν να
αποκλειστούν άλλες συνυπάρχουσες βλάβες που μπορεί να επιδεινώνουν τον πόνο όπως
μία ρήξη του στροφικού πετάλου, η ύπαρξη οστεοαρθρίτιδας ή μία συνυπάρχουσα
φλεγμονή του υπακρωμιακού ορογόνου θυλάκου.
Θεραπεία
Η πλειοψηφία των ασθενών αντιμετωπίζεται συντηρητικά και η αντιμετώπιση έχει ως στόχο
την ύφεση του πόνου. Αυτό γίνεται με τη χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών
φαρμάκων από το στόμα καθώς και με ενέσιμες εγχύσεις κορτιζόνης σε ασθενείς που δεν
ανταποκρίνονται στα φάρμακα. Αν η κινητικότητα και ο πόνος το επιτρέπουν ο συνδυασμός
της αγωγής με ασκήσεις φυσικοθεραπείας είναι ιδιαίτερα ωφέλιμος.
Σε επίμονες καταστάσεις που δεν επιτυγχάνεται βελτίωση με τα προαναφερθέντα
θεραπευτικά μέσα μπορεί να επιλεχθεί η θεραπεία με κρουστικούς υπερήχους με πολύ
καλά αποτελέσματα.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Σε περίπτωση αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής ή σε περίπτωση υποτροπής της νόσου
συστήνεται η χειρουργική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η επέμβαση γίνεται
αρθροσκοπικά μέσω 2 ή 3 μικρών τομών στην περιοχή του ώμου που με τη χρήση
αρθροσκοπίου και των κατάλληλων εργαλείων γίνεται η αφαίρεση των επασβεστώσεων και
η έκπλυση της περιοχής.
Μετεγχειρητικά αποφεύγεται η χρήση νάρθηκα και επιδιώκεται η πρώιμη κινητοποίηση
του ώμου. Η φόρτιση του πάσχοντος άκρου πρέπει να αποφεύγεται για περίπου 3
εβδομάδες μετά το χειρουργείο. Η πρώιμη μετεγχειρητική κινητοποίηση σε συνδυασμό με
ασκήσεις φυσικοθεραπείας είναι ιδιαίτερα σημαντικές και οι ασθενείς επιστρέφουν στις
δραστηριότητές τους συνήθως 3-4 εβδομάδες μετεγχειρητικά.